- εἷσεν
- ἕζομαιseat oneselfaor ind act 3rd sg (epic)ἵζωsi-sd-oaor ind act 3rd sgἵζωsi-sd-oaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἶσεν — εἴδομαι see aor ind act 3rd sg εἴδομαι see aor ind act 3rd sg (homeric ionic) εἰσίημι sendinto aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANDIDATI — I. CANDIDATI Graecis λευχείμονες, dignitas Palatina aeque ac militaris fuit, instituta a Gordiano Seniore. Hic enim selectos e Scholarium classe quosdam, ex iis, quos staturae proceritas ac forma commendaret, in peculiarem Scholam seu cohortem… … Hofmann J. Lexicon universale
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek
υποπετάννυμι — Α 1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek
ἄεισεν — ἄ̱εισεν , ἀείδω il.Parv.. aor ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. aor ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)